χέλι

χέλι
(anguilla anguilla). Επιστημονικά ονομάζεται έγχελυς ο κοινός. Τελεόστεος ιχθύς με σώμα κυλινδρικό στην κεντρική και εμπρόσθια ζώνη και πεπλατυσμένο πλευρικά στο ουραίο τμήμα. Έχουν γκρίζο χρώμα στη ράχη και κιτρινωπό στην κοιλιά, παίρνουν όμως διάφορες αποχρώσεις, προπάντων όταν πλησιάζει η αναπαραγωγή. Μόνο τα στηθαία πτερύγιά τους είναι άρτια. Το δέρμα τους είναι πολύ γλοιώδες, εξαιτίας της βλένας που εκκρίνουν πολυάριθμοι επιδερμικοί αδένες. Τα χ. ζουν στα εσωτερικά νερά και στις θάλασσες της Ευρώπης, εκτός από τη Μαύρη Θάλασσα, και στους ποταμούς που εκβάλλουν σε αυτές. Μερικές φορές βρίσκονται χωμένα στις λάσπες του βυθού. Τα θηλυκά χ., μεγαλύτερα από τα αρσενικά, φτάνουν μήκος ενός μ. Τα χ. φτάνουν σε γενετήσια ωριμότητα αφού περάσουν περίπου 10 χρόνια στα γλυκά νερά· τότε αλλάζουν το χρώμα τους (γίνεται πράσινο λαδί με αποχρώσεις μπρούντζου στη ράχη και ασημιού στην κοιλιά) και τα ένστικτά τους: από τον Οκτώβριο έως τον Ιανουάριο φεύγουν από τα γλυκά νερά και ταξιδεύουν νύχτα έως την ανοιχτή και βαθιά θάλασσα, όπου αναπαράγονται· από τότε χάνονται· πιθανόν, πεθαίνουν αφού γεννήσουν τα αβγά τους, από τα οποία βγαίνουν διαφανείς προνύμφες, πεπλατυσμένες πλευρικά, μυτερές στα δύο άκρα και με μικρό κεφάλι (για αυτό ονομάζονται και λεπτοκέφαλοι). Σιγά σιγά παίρνουν κυλινδρικό σχήμα και την άνοιξη ανεβαίνουν στην επιφάνεια της θάλασσας και μεταναστεύουν κατά πλήθη στις εκβολές των ποταμών (στην Ελλάδα πολλές τέτοιες προνύμφες μαζεύονται στις εκβολές του Αλφειού) τους οποίους αναπλέουν. Η ανάπτυξή τους συμπληρώνεται σε 4-5 χρόνια. Το μέρος όπου τα χ. γεννούν τα αβγά τους αποτέλεσε πρόβλημα για μακρό διάστημα. Ο Δανός φυσιοδίφης Γιοχάνες Σμιτ, ύστερα από μακρές μελέτες και έρευνες στον Ατλαντικό, έφτασε στο συμπέρασμα ότι τα χ. των ευρωπαϊκών ποταμών, που βγαίνουν στον Ατλαντικό, μεταναστεύουν έως τη θάλασσα των Σαργάσων (μεταξύ βόρειου πλάτους 25°-45°), γεννούν εκεί τα αβγά τους και μετά οι προνύμφες κάνουν την αντίθετη διαδρομή, μεταφερόμενες από το Ρεύμα του Κόλπου μέχρι τους ποταμούς, από τους οποίους είχαν ξεκινήσει τα χ. Η υπόθεση αυτή όμως δεν μπορεί να ισχύσει για τα χ. της Μεσογείου, γιατί τότε θα έπρεπε από το στενό του Γιβραλτάρ να υπάρχει ένα διπλό πέρασμα χ. ενηλίκων και προνυμφών· αλλά αυτό δεν διαπιστώθηκε οπότε το πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει. Χέλια (anguilla anguilla): ζουν στα γλυκά νερά και μεταναστεύουν, όταν γίνουν δέκα ετών, στη θάλασσα.
* * *
το, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών ευρύαλων τελεόστεων ιχθύων, με οφιόμορφο σώμα και γλοιώδες γυμνό δέρμα, τής οικογένειας anguillidae τής τάξης άποδες, που, μολονότι αναπτύσσονται στα γλυκά νερά, μεταναστεύουν στη θάλασσα για να αναπαραχθούν
2. φρ. «γλιστράει σαν το χέλι» — ξεφεύγει με ευκολία από δύσκολες καταστάσεις
3. παροιμ. α) «χέλια πήγε να πιάσει και θολώνει το νερό» — λέγεται για κάποιον που χρησιμοποιεί μέσα τα οποία δεν θα τόν βοηθήσουν να πετύχει το σκοπό του
β) «όταν έτρωγες τα χέλια, ήσουνα χαρές και γέλια» — είχες κι εσύ κάποτε πολλούς εραστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐγχέλειον, υποκορ. τού ἔγχελυς «χέλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χέλι — το 1. είδος ψαριού: Σήμερα θα φάμε χέλι. 2. φρ., «Γλιστράει σαν χέλι», διαφεύγει επιδέξια τους κινδύνους και άλλα δυσάρεστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χελιδόνειον — χελῑδόνειον , χελιδόνειος masc/fem acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνειος neut nom/voc/acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνιος of the swallow masc acc sg χελῑδόνειον , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονείων — χελῑδονείων , χελιδόνειος masc/fem/neut gen pl χελῑδονείων , χελιδόνιος of the swallow fem gen pl χελῑδονείων , χελιδόνιος of the swallow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονίων — χελῑδονίων , χελιδόνιον celandine neut gen pl χελῑδονίων , χελιδόνιος of the swallow fem gen pl χελῑδονίων , χελιδόνιος of the swallow masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδόν' — χελῑδόνα , χελιδών swallow fem acc sg χελῑδόνι , χελιδών swallow fem dat sg χελῑδόνε , χελιδών swallow fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδόνιον — χελῑδόνιον , χελιδόνιον celandine neut nom/voc/acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow masc acc sg χελῑδόνιον , χελιδόνιος of the swallow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονείοις — χελῑδονείοις , χελιδόνειος masc/fem/neut dat pl χελῑδονείοις , χελιδόνιος of the swallow masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονείους — χελῑδονείους , χελιδόνειος masc/fem acc pl χελῑδονείους , χελιδόνιος of the swallow masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονία — χελῑδονίᾱ , χελιδόνιος of the swallow fem nom/voc/acc dual χελῑδονίᾱ , χελιδόνιος of the swallow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱ , χελιδονία swallow s nest fem nom/voc/acc dual χελιδονίᾱ , χελιδονία swallow s nest fem nom/voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χελιδονίας — χελῑδονίᾱς , χελιδόνιος of the swallow fem acc pl χελῑδονίᾱς , χελιδόνιος of the swallow fem gen sg (attic doric aeolic) χελιδονίᾱς , χελιδονία swallow s nest fem acc pl χελιδονίᾱς , χελιδονία swallow s nest fem gen sg (attic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”